τριακονθετηρίς

τριακονθετηρίς
-ίδος, ἡ, Α
βλ. τριακονταετηρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριακονταετηρίδα — η / τριακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και τριακονθετηρίς και τριακοντετηρίς, Α 1. περίοδος τριάντα ετών, τριακονταετία 2. επέτειος ή εορτή για τη συμπλήρωση τριακονταετίας από αξιόλογο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ἐτηρίς (πρβλ. πεντηκοντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”